- νώτο
- τοβλ. νώτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ … Dictionary of Greek
διπλογενής — ές 1. αυτός που έχει δύο γένη 2. γραμμ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλογενή ουσιαστικά που στον ενικό παρουσιάζουν δύο γένη («το νώτο, ο νώτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + γενής < γένος (πρβλ. διγενής, ομοιογενής)] … Dictionary of Greek
νωτάκανθος — (noacanthus). Γένος οστεοϊχθύων που περιλαμβάνει ψάρια τα οποία ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες του κόσμου. Το σχήμα του σώματός τους είναι στενόμακρο και η ουρά τους αιχμηρή. Αντί για πτερύγια, έχουν στη μέση της ράχης τους 6 7 τριγωνικά… … Dictionary of Greek
νωταλγία — η πόνος κατά μήκος τής ράχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νώτο + αλγία (< άλγος] … Dictionary of Greek
νωτονήκτης — (notonecta). Ετερόπτερα υδρόβια έντομα που μοιάζουν με τις κόριζες, έχουν τη συνήθεια να κολυμπούν ανάσκελα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία τους. Το πάνω μέρος του σώματος τους είναι κυρτό και μοιάζει με βάρκα, που κινείται με τη βοήθεια των… … Dictionary of Greek
νώτα — τα (ΑΜ νῶτα) βλ. νώτο … Dictionary of Greek
νώτος — νῶτος, ὁ (Α) βλ. νώτο … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
πυκνόνωτος — (pycnonotus). Γένος μικρών ωδικών πτηνών, από την οικογένεια των πυκνονωτιδών. Έχουν μαλακό φτέρωμα, σε πράσινο ή καστανό χρώμα, και ζουν στα ορεινά δάση, όπου τρέφονται με έντομα. Χαρακτηριστικός τύπος πυκνόνωτου, μικρού ωδικού πτηνού του… … Dictionary of Greek
σχηματόγραπτος — ον, Μ ο περιγεγραμμένος με σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + γραπτος (< γραπτός < γράφω), πρβλ. νωτό γραπτος] … Dictionary of Greek